- επιλαχών, -ούσα, -όν
- 1. (για υποψήφιους σε εκλογές), καθένας από αυτούς που έχουν σειρά ύστερα από εκείνους που πέτυχαν: Από το συνδυασμό του κόμματός του ήρθε τρίτος επιλαχών.2. (για όσους διαγωνίζονται για κατάληψη θέσης σε υπηρεσία ή σε ανώτατα ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα), που πέτυχε σε εξετάσεις, αλλά ήρθε σε σειρά επιτυχίας μετά τον τελευταίο του ορισμένου αριθμού των εισακτέων.3. μτφ., καθένας που αποτυχαίνει σε κάποια επιδίωξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.